Άρθρο της Ειρήνης Ραϊδη, ψυχολόγου, ειδικευμένης στη συστημική και οικογενειακή θεραπεία

Είναι συχνό το φαινόμενο να μου τηλεφωνούν άνθρωποι που ανησυχούν και αγωνιούν για πρόσωπο του στενού οικογενειακού ή φιλικού τους περιβάλλοντος, που νοσεί ή υποφέρει ψυχικά, αλλά αρνείται να δει ψυχολόγο. Σαν λύση μάλιστα, μου προτείνουν να τους επισκεφθώ προσποιούμενη τη « φίλη που ήρθε να μας δει» ώστε να μπουν στη διαδικασία έστω να με γνωρίσουν στον «υποψήφιο» θεραπευόμενο. ..
Το πρώτο που γίνεται σε ενός τέτοιου είδους αίτημα είναι να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα που αφορούν τη διαδικασία που απαιτείται για να ξεκινήσει κάποιος ψυχοθεραπεία.
Καταρχάς, όταν ένας άνθρωπος είναι ενήλικας, απαιτείται να απευθύνει ο ίδιος το αίτημα για ψυχολογική υποστήριξη και κανένας άλλος. Δε νοείται θεραπεία αν δεν υπάρχει αίτημα από τον ίδιο τον θεραπευόμενο. Κι αυτό γιατί έτσι δεν θα υπάρχει κανένα αποτέλεσμα. Ακόμη κι αν το περιβάλλον του τον πιέσει ασφυκτικά και υπό το βάρος της πίεσης έρθει με το ζόρι στο γραφείο του θεραπευτή, δεν θα «δέχεται» τη διαδικασία, θα είναι προκατειλημμένος, ίσως και επιθετικός, καθώς δεν θα αντιλαμβάνεται τον ψυχολόγο σα σύμμαχό του αλλά ως απειλή για τον ίδιο και την ισορροπία του. Για να γίνει θεραπεία είναι προϋπόθεση η αποδοχή του προβλήματος από τον ίδιο και η προσωπική του επιθυμία να δεχθεί ψυχολογική βοήθεια ως κάτι αναγκαίο για τη βελτίωσή του.
Θα πει κανείς: «ωραία τα λες αλλά δεν θέλει με τίποτα και εγώ ανησυχώ πολύ!!!». Αυτό που μπορούμε να κάνουμε σε αυτή την περίπτωση και θα βοηθούσε πολύ, είναι να προτείνουμε να δουλέψουμε με το άνθρωπο που ανησυχεί και αγωνιά. «Μα εγώ δεν έχω πρόβλημα!» εύλογα θα πει.
Σύμφωνα με τη συστημική θεωρία, η οικογένεια, το ζευγάρι, μια ομάδα ανθρώπων φίλων ή συνεργατών, αποτελούν τα συστήματα στα οποία όταν αλλάξει ένα μέλος τη συμπεριφορά, την αντίδραση, το συναίσθημά του, επηρεάζει και τα υπόλοιπα μέλη, οπότε αλλάζουν και αυτά με τη σειρά τους, όπως και οι μεταξύ τους σχέσεις. Αν λοιπόν ένας άνθρωπος έχει ψυχολογικά θέματα και συμπτώματα και αρνείται για τους δικούς του λόγους να επισκεφθεί ψυχολόγο ή ψυχίατρο, δύναται να αλλάξει τη στάση του έστω και έμμεσα με την αλλαγή του μέλους που ανησυχεί για αυτόν και το δουλεύει θεραπευτικά. Αυτό συμβαίνει γιατί μειώνεται το άγχος του σχετικά με τη δυσκολία του αγαπημένου μέλους, μπορεί να τη δει και να την αντιμετωπίσει με άλλους τρόπους, ίσως ακόμη να κάνει κάποιες αλλαγές και να αλλάξει τη στάση του στο πρόβλημα και να σπάσει το φαύλο κύκλο που συντηρεί και επιδεινώνει το πρόβλημα. Μειώνοντας την ανησυχία του, μεταθέτει την ευθύνη και την ανησυχία στο μέλος που έχει το πρόβλημα και το καλεί να αναλάβει δράση. Το γνωρίζουμε άλλωστε πως όταν κάποιος ανησυχεί υπερβολικά για το πρόβλημα του άλλου, ο άλλος παύει να ανησυχεί για τον εαυτό του και αφήνεται στο νοιάξιμο των άλλων που λειτουργεί σαν προστατευτικό μαξιλάρι για τις στιγμές που πέφτει. Έτσι όμως ούτε βοηθάμε τον άνθρωπο ούτε αλλαζει κάτι.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση, υπάρχει και η περίπτωση να ανησυχεί κάποιος για ένα αγαπημένο του πρόσωπο όχι γιατί πραγματικά υπάρχει σοβαρός λόγος, αλλά γιατί αναδύονται σκέψεις ασυνείδητες, συναισθήματα, βιώματα, τραύματα και ενοχές που έχουν να κάνουν με τον ίδιο και όχι γιατί πραγματικά ότι ο άλλος βρίσκεται σε ανάγκη. Και θα παραθέσω ένα παράδειγμα γιατί τα παραδείγματα μας βοηθούν πολύ περισσότερο στην κατανόηση. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι μια μητέρα ανησυχεί πολύ για την ψυχική κατάσταση της ενήλικης κόρης της η οποία δυσκολεύεται να ξεπεράσει ένα χωρισμό από μια σχέση και κλαίει και κλείνεται στο σπίτι και στον εαυτό της και δε δέχεται κανενός είδους βοήθεια. Στην απελπισία της η μητέρα επικοινωνεί η ίδια με ψυχολόγο για να βοηθήσει την κόρη της να βγει από αυτή την οδυνηρή κατάσταση. Ο ψυχολόγος οφείλει να διερευνήσει τα εξής θέματα: Μήπως η μητέρα δυσκολεύεται να αντέξει την κατάσταση της κόρης της, ότι δηλαδή στη ζωή θα στενοχωριέται συχνά το παιδί της άρα και η ίδια? Μήπως της ξυπνά άσχημες αναμνήσεις από ένα χωρισμό που είχε η ίδια στο παρελθόν και αναβιώνει αυτά τα οδυνηρά συναισθήματα? Μήπως έχει ενοχές για το ρόλο της ως μητέρα και αν έδωσε τις σωστές βάσεις στο παιδί της για να ανταπεξέρχεται στις δύσκολες καταστάσεις? Μήπως έχει δικά της προσωπικά προβλήματα και ασχολείται υπερβολικά με τα θέματα της κόρης της ώστε να αποφεύγει να αντιμετωπίσει τα δικά της θέματα?
Αυτές είναι μόνο μερικές από τις υποθέσεις που μπορεί να κάνει ένας θεραπευτής και αφορούν τη μητέρα.
Το σίγουρο πάντως είναι πως για να καλέσει κάποιος ψυχολόγο γίνεται για κάποιο λόγο και χρειάζεται διερεύνηση. Και να μη ξεχνάμε πως υπάρχουν πολλοί τρόποι για να βοηθήσει ή να βοηθηθεί κανείς και σ΄αυτό καλό θα ήταν να είμαστε ανοιχτοί στις προτάσεις των ειδικών.